O παραλογισμός της αυτοκτονίας |
There are no translations available. Καθημερινή είναι η διαπίστωση ότι ο σύγχρονος κυρίως άνθρωπος βιώνει τη δίνη του παραλόγου. Άλλο σκέπτεται, άλλο πιστεύει, άλλο λέγει, άλλο πράττει. Επαληθεύεται δηλαδή η ρήση του Camus ότι βρισκόμαστε σε ένα «θέατρο του παραλόγου». Και τούτο για τον λόγο ότι στην εποχή μας όλες οι ανθρώπινες αξίες καταρρίπτονται. Ηθικές αξίες, θρησκευτικές αλήθειες, επιστημονικές και κοινωνιολογικές πεποιθήσεις – πού άλλοτε ήταν η βάση της ανθρώπινης δραστηριότητας – γίνονται όλα αντικείμενο χλεύης και αυστηρής κριτικής. Πραγματικά βιώνουμε το «θέατρο του παραλόγου». Αν παραλογισμός θεωρείται η συνειδητοποίηση των «non sens» (χωρίς νόημα) ανθρωπίνων ενεργειών, τότε όλα στην ζωή είναι εκτός του χώρου της λογικής και άρα ά-σκοπα. Για τον λόγο αυτό η «λογική» κατάληξη της «άσκοπης» αυτής ζωής είναι – κατά τον μηδενιστή Schopenhauer – η αυτοκτονία. Η αυτοκτονία στις ημέρες μας τείνει να γίνει συρμός με την δικαιολογία της οικονομικής κρίσεως. Ωστόσο, το πρόβλημα της αυτοκτονίας είναι παλαιό. Εισήλθε στο γίγνεσθαι του ανθρώπου από τη στιγμή, κατά την οποία αυτός πίστεψε ότι είναι κυρίαρχος της ζωής του και επομένως μπορεί να την τερματίσει όποτε αυτός το θελήσει και κρίνει ότι είναι επιβεβλημένο. Πολλοί φιλόσοφοι της Αρχαιότητας υποδεικνύουν την αυτοκτονία ως πράξη ηρωισμού και όχι δειλίας, όπως οι Στωικοί, ο Ηγησίας ο Πεισιθάνατος (εξ ου και η επωνυμία του) κ.ά. Αλλά και σύγχρονοι φιλόσοφοι είναι υποστηρικτές της ανωτέρω θέσεως και υπέρμαχοι της αυτοκτονίας. Αναφέρουμε μερικούς, όπως τον Hume, τον Voltaire, τον Schopenhauer και τον Morselli. Παράλληλα, πολλοί είναι οι φιλόσοφοι – τόσο της Αρχαιότητας, όσο και νεώτεροι – οι οποίοι απεδοκίμασαν την απονενοημένη αυτή πράξη, ως αθέμιτη, όπως οι Ορφικοί και οι Πυθαγόρειοι, αλλά και οι Kant, Fichte, Heger κ.άλ.. Ο Πλάτων λέγει χαρακτηριστικά: «Αδικεί την ψυχήν αυτού ο εαυτόν βιαζόμενος, θέτων γαρ πρωίμως τέρμα εις τον βίον αυτού, εμποδίζει αυτήν βελτιωθήναι. Αναγκαζομένη δε η ψυχή να καταλίπη βία το σώμα πριν ή καθαρθή πλήρως εκ της κακίας, ου δύναται δεκτή γενέσθαι εις τον καθαρόν από κακών τόπον» (Θεαίτ. 177a.3). Σύμφωνα με τον ίδιο φιλόσοφο, ο άνθρωπος οφείλει να μη βιάζεται να εξέλθει του βίου, αλλά να υπομένει «εάντ’ εν πενία γίγνηται, εάντ’ εν νόσοις ή τινι άλλω των δοκούντων κακών, ως τούτω ταύτα εις αγαθόν τι τελευτήσει ζώντι ή και αποθανόντι» (Πολιτ. 613a.5). Ο δε Αριστοτέλης αποδοκιμάζει κι αυτός την αυτοκτονία ως πράξη δειλίας μάλλον ή ανδρείας. Τονίζει: «Το δ’ αποθνήσκειν φεύγοντα πενίαν ή έρωτα ή τι λυπηρόν ουκ ανδρείου, αλλά μάλλον δειλού, μαλακία γαρ το φεύγειν τα επίπονα» (Ηθ.Νικομ. 1116a, 12). Και αλλού: «Φαύλοι βροτών γαρ του πονείν ησσώμενοι, θανείν ερώσιν» (Ηθ. Ευδ. 1230a1). Παρόμοια και η Ιουδαϊκή θρησκεία καταδικάζει την αυτοκτονία ως αντικείμενη στην εντολή του Θεού «ου φονεύσεις». Γράφει ο Ιώσηπος: «Η αυτοχειρία και της κοινής απάντων ζώων φύσεως αλλότριον και προς τον κτίσαντα θεόν ημάς εστιν ασέβεια» (Περί του Ιουδ. Πολ. 3, 369, 1). Στον Χριστιανισμό ο πιστός γνωρίζει πλέον την ουσία του πράγματος. Και αυτή είναι μία· ότι η αυτοκτονία δεν είναι η λύση. Και δεν είναι η λύση για δύο λόγους: Πρώτον, η ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι αυτοδημιούργητη και ως εκ τούτου δεν είναι ο άνθρωπος εκείνος που έδωσε την ζωή στον εαυτόν του. Επομένως, δεν νοείται η αφαίρεση της ζωής, την οποία έχει δώσει άλλος και όχι ο ίδιος ο άνθρωπος. Και αυτός ο Άλλος είναι ο Δημιουργός Τριαδικός Θεός. Δεύτερον, ο άνθρωπος – κατά την αποκαλυφθείσα από τον Ίδιο τον Αυτοαποκαλυφθέντα Θεάνθρωπο Κύριο αλήθεια – υπάρχει οντολογικά και μετά τον τερματισμό αυτής της πρόσκαιρης ζωής. Άρα είναι αυτονόητο ότι ο αυτόχειρας δεν λύει ουσιαστικά και τελεσίδικα το υπάρχον πρόβλημά του. Τουναντίον το επεκτείνει και πέρα από αυτή την ζωή, καθιστώντας το αιώνιο. Κατά τον 2ο αιώνα οι Χριστιανοί κατά την διάρκεια των διωγμών δεν προέβαιναν σε ομολογία πίστεως, εάν δεν ερωτώντο, για να μην εκθέσουν σε κίνδυνο τη ζωή τους και λογισθεί τούτο ως αυτοκτονία. Εκτός, βεβαίως, μερικών εξαιρέσεων, για τις οποίες απεφάνθη η ιδία η Εκκλησία. Ο ιερός Χρυσόστομος, εκπροσωπώντας την γενικότερη εκκλησιαστική αντίληψη, χαρακτηρίζει την αυτοκτονία ως έγκλημα βαρύτερο και πιο αξιόποινο από τον φόνο: «Ο βιαίω θανάτω καταλύων το ζην, εγκληματίας εστί και βδελυρός. Διό ο Θεός τους αυτοκτονούντας κολάζει... και πάντες βδελυττόμεθα» (PG 61, 618). Ο δε 14ος κανόνας του Αγ. Τιμοθέου, ο οποίος έλαβε οικουμενικό κύρος από τον 2ο κανόνα της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, απαγορεύει να τελεσθεί μνημόσυνο υπέρ των αυτοχειριασθέντων. Η άποψη των Αγίων Πατέρων περί αυτοκτονίας εδράζεται επί της Αγίας Γραφής. Γράφοντας ο Απόστολος των Εθνών Παύλος στους Κορινθίους τονίζει: «Ει τις τον ναόν του Θεού (δηλαδή το σώμα του) φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός» (Α΄Κορ. 3, 17). Τούτο σημαίνει, ερμηνεύει ο ιερός Χρυσόστομος, αιώνια κόλαση. Και αυτό γιατί είμαστε μέλη του Σώματος του Χριστού: «ότι μέλη εσμέν του σώματος αυτού (του Χριστού)» (Εφεσ. 5, 30). Η λύση, λοιπόν, στο κάθε μορφής πρόβλημα – έστω σοβαρό – δεν είναι δυνατόν να βρίσκεται στην αυτοκτονία, αλλά στη ζωή και στην αλήθεια. Και όπως πρέπει να γνωρίζουμε, η αυτοζωή και η αυτοαλήθεια είναι ο Ιησούς Χριστός. Αυτός μας χάρισε τη ζωή αυτή. Αυτός είναι ο κύριος της ζωής και του θανάτου, αφού με τον επί του Σταυρού θάνατό Του θανάτωσε τον θάνατον. Για τον λόγο αυτό ο άνθρωπος πρέπει να είναι, ως στρατιώτης Χριστού, πιστός στο καθήκον του, φρουρός του πολύτιμου δώρου της ζωής και να πορεύεται με υπομονή και ελπίδα μέχρι του υπό του Ιδίου του Θεού τεταγμένου χρόνου της αποδημίας του στην ουράνια πατρίδα. του Αρχ. Κυρίλλου Κωστοπούλου Ιεροκήρυκα Ι. Μ. Πατρών Δρ Θεολογίας Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα «Πελοπόννησος» των Πατρών στις 13/5/2012 |