Η πίστη ως προσωπική γνώση και εμπειρική κοινωνία |
του Αρχ. Κυρίλλου Κωστοπούλου, Ιεροκήρυκα Ι. Μ. Πατρών – Δρος Θεολογίας
Πολλοί είναι εκείνοι, οι οποίοι διατείνονται ότι πίστη είναι η διανοητική παραδοχή μιας αντικειμενικής αλήθειας. Συγκεκριμενοποιούν την λέξη «πίστη» στο πλαίσιο ενός υποκειμενικού περιεχομένου. Για τον λόγο αυτό επικρατεί ένα σύνθημα, που αν τελικά γίνει αποδεκτό, είναι δυνατόν να οδηγήσει σε κάθε είδος ολοκληρωτισμού. Το σύνθημα «πίστευε και μη ερεύνα».
Οταν δούμε την πίστη ως απλή παραδοχή και μάλιστα στον χώρο της σχέσεως ανθρώπου και Θεού, είμαστε αναγκασμένοι να χαρακτηρίζουμε ως μυστήριο ό,τι ακατανόητο συναντούμε και να καταφεύγουμε στο «πίστευε και μη ερεύνα». Η Αγία Γραφή, όμως, μέσω του Ευαγγελιστού Ιωάννου, προτρέπει: «Ερευνάτε τας γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν» (Ιωάν. 5, 39).
Η διανοητική παραδοχή του Θεού και των αιωνίων αληθειών ως αντικειμενική αλήθεια κάμνει την πίστη να λειτουργεί ως μια ανθρώπινη άποψη που εξυπηρετεί συμφέροντα προσωπικά, ταξικά, εθνικά κ.λπ.
Η Αγιοπατερική, ωστόσο, παράδοση δέχεται την πίστη ως την οδό εκείνη, η οποία σε οδηγεί στην αιώνια αλήθεια, που είναι ο Τριαδικός Θεός, μέσα από ένα τρόπο ζωής και όχι μέσα από ένα τρόπο σκέψεως. Η πίστη, κατά τους αυθεντικούς ερμηνευτές της Αγίας Γραφής, τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας, είναι εμπειρία, είναι γεύση της Θεανθρώπινης ζωής, είναι γνώση με την έννοια της κοινωνίας, είναι αίσθηση Θεού, είναι αποδοχή, είναι αφοσίωση, είναι αγάπη.
Για τον λόγο αυτό ο Μ. Βασίλειος τονίζει: «Πίστιν δὲ ἡμεῖς οὔτε παρ' ἄλλων γραφομένην ἡμῖν νεωτέραν παραδεχόμεθα οὔτε αὐτοὶ τὰ τῆς ἡμετέρας διανοίας γεννήματα παραδιδόναι τολμῶμεν, ἵνα μὴ ἀνθρώπινα ποιήσωμεν τὰ τῆς εὐσεβείας ῥήματα, ἀλλ' ἅπερ παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων δεδιδάγμεθα ταῦτα τοῖς ἐρωτῶσιν ἡμᾶς διαγγέλλομεν» (PG 32, 588B).
Ετσι, όταν ανήγγειλαν οι υπόλοιποι Μαθητές στον Απόστολο Θωμά ότι είδαν τον Διδάσκαλο αναστημένο, εκείνος δεν είπε ότι «δεν σας πιστεύεω, μου λέτε ψέμματα», αλλά ζήτησε να έχει και αυτός την ίδια εμπειρία. Και όταν είδε τον Κύριο, ανεφώνησε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου» (Ιωάν. 20, 28).
Το ίδιο συνέβη και στους Μάρτυρες, οι οποίοι δεν επέλεγαν το μαρτύριο, για να επικρατήσει η ιδεολογία τους, αλλά επειδή δεν ήθελαν να αρνηθούν την πίστη τους. Και η πίστη αυτή ήταν έκφραση της βαθιάς αγάπης τους προς τον Θεάνθρωπο Κύριο.
Αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους μας. Οταν καλούμεθα να πιστεύσουμε στον Τριαδικό Θεό, δεν οδηγούμαστε σε κάποιες θεωρητικές θέσεις, τις οποίες πρέπει να αποδεχθούμε. Καλούμαστε σε προσωπική σχέση, σε ένα τρόπο ζωής, ο οποίος συνιστά άμεση κοινωνία με τον Δημιουργό μας Θεό. Αυτή η σχέση μαζί Του μεταμορφώνει τη σύνολη ζωή μας και τη μεταβάλλει από ατομική επιβίωση σε αγαπητική κοινωνία. Μέσα σ' αυτή την αγαπητική κοινωνία με τον Θεό συναντάμε και τον συνάνθρωπο. Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι σώμα κοινωνίας, όπου τα μέλη της ζουν όχι ως άτομα, το καθένα για τον εαυτόν του, αλλά σε οργανική ενότητα αγάπης με κεφαλή τους τον Θεάνθρωπο Κύριο.
Η πίστη είναι η γέφυρα, μέσω της οποίας μπορεί ο άνθρωπος να επικοινωνήσει με τον συνάνθρωπο. Με αυτόν τον τρόπο χτίζεται ο ανθρώπινος πολιτισμός. Χωρίς την πίστη δεν μπορεί να υπάρξει γνώση, συγγένεια, φιλία, κοινές προσπάθειες και διαπροσωπικές σχέσεις. Η πίστη δεν παύει να είναι γεγονός εμπειρίας και σχέσεως.
Ο Ιερός Χρυσόστομος αναφωνεί: «Ὅπου γὰρ ἡ τῆς πίστεως εὐγένεια, οὐδεὶς βάρβαρος, οὐδεὶς Ἕλλην, οὐδεὶς ξένος, οὐδεὶς πολίτης, ἀλλ' εἰς μίαν ἅπαντες ἀξιώματος ἀναβαίνουσιν ὑπεροχήν» (PG 60, 406).
Ο Πλάτων ομίλησε για έναν κόσμο ιδεών και ουσιών. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, όμως, αρνείται τη θεώρηση αυτή. Δεν είναι η ουσία που προηγείται της υπάρξεως, αλλά το πρόσωπο που συνιστά τη δυνατότητα της υπάρξεως και ουσίας, τη δυνατότητα δηλαδή του «είναι». Και το πρόσωπο αυτό είναι ο Θεός μας, προς τον Οποίο πρέπει να στρέψει ο άνθρωπος την αγάπη και εμπιστοσύνη του, για να λογοποιηθεί η ζωή του. Η πίστη είναι εκείνη που εμπεριέχει την αλήθεια αυτή και την εκφράζει βιωματικά.
|